- ἐπιβλαστάνω
- ἐπιβλαστ-άνω,A grow or sprout on,
τοῖς γεώδεσι Plu.2.325b
.II. grow in addition or after, Thphr.CP1.10.6, HP7.2.3; τοῖς πρώτοις (sc. φύλλοις)ἀπορρέουσιν ἑτέρων -όντων Plu.2.723f
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.